Κλίσεις
Επίθετο, συγκριτικός βαθμός (Adjective, comparative): smarter
Επίθετο, υπερθετικός βαθμός (Adjective, superlative): smartest
Επίθετο (Adjective): smart
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): smarts
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): smart
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): smarted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): smarting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): smarts
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): smart
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): smart
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
smart περιέχει 1 συλλαβές: smart
Φωνητική μεταγραφή: ˈsmärt
smart , ˈsmärt (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)