Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): prey
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): prey
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): preyed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): preying
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): preys
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): prey
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): prey
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
prey περιέχει 1 συλλαβές: prey
Φωνητική μεταγραφή: ˈprā
prey , ˈprā (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)