Κλίσεις
Επίθετο, συγκριτικός βαθμός (Adjective, comparative): lighter
Επίθετο, υπερθετικός βαθμός (Adjective, superlative): lightest
Επίθετο (Adjective): light
Επίρρημα, συγκριτικός βαθμός (Adverb, comparative): lighter
Επίρρημα, υπερθετικός βαθμός (Adverb, superlative): lightest
Επίρρημα (Adverb): light
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): lights, light
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): light
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): lit, lighted
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): lighted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): lighting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): lights
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): light
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): light
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
lighted περιέχει 1 συλλαβές: light
Φωνητική μεταγραφή:
light , (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)