Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): judges
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): judge
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): judged
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): judging
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): judges
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): judge
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): judge
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
judge περιέχει 1 συλλαβές: judge
Φωνητική μεταγραφή: ˈjəj
judge , ˈjəj (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)