Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): rides
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): ride
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): rode
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): ridden
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): riding
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): rides
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): ride
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): ride
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
rode περιέχει 1 συλλαβές: rode
Φωνητική μεταγραφή:
rode , (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)