Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): flows, flow
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): flow
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): flowed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): flowing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): flows
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): flow
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): flow
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
flowing περιέχει 2 συλλαβές: flow • ing
Φωνητική μεταγραφή: ˈflō-iŋ
flow ing , ˈflō iŋ (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)