Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): digs
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): dig
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): dug
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): dug
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): digging
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): digs
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): dig
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): dig
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
dug περιέχει 1 συλλαβές: dug
Φωνητική μεταγραφή:
dug , (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)