Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): trains
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): train
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): trained
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): training
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): trains
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): train
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): train
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
train περιέχει 1 συλλαβές: train
Φωνητική μεταγραφή: ˈtrān
train , ˈtrān (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)