Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): metres, metre
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): metre
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): metred
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): metring
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): metres
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): metre
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): metre
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
metre περιέχει 2 συλλαβές: me • tre
Φωνητική μεταγραφή: ˈmē-tər
me tre , ˈmē tər (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)