Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): handles
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): handle
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): handled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): handling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): handles
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): handle
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): handle
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
handling περιέχει 2 συλλαβές: han • dling
Φωνητική μεταγραφή: ˈhan(d)-liŋ
han dling , ˈhan(d) liŋ (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)