Κλίσεις
Επίθετο (Adjective): cream
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): creams, cream
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): cream
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): creamed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): creaming
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): creams
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): cream
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): cream
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
cream περιέχει 1 συλλαβές: cream
Φωνητική μεταγραφή: ˈkrēm
cream , ˈkrēm (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)