Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): rates
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): rate
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): rated
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): rating
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): rates
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): rate
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): rate
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
rating περιέχει 2 συλλαβές: rat • ing
Φωνητική μεταγραφή: ˈrā-tiŋ
rat ing , ˈrā tiŋ (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)