Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): gasps
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): gasp
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): gasped
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): gasping
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): gasps
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): gasp
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): gasp
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
gasp περιέχει 1 συλλαβές: gasp
Φωνητική μεταγραφή: ˈgasp
gasp , ˈgasp (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)