Κλίσεις
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): acquired
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): acquiring
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): acquires
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): acquire
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): acquire
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
acquire περιέχει 2 συλλαβές: ac • quire
Φωνητική μεταγραφή: ə-ˈkwī(-ə)r
ac quire , ə ˈkwī( ə)r (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)