Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): yields, yield
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): yield
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): yielded
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): yielding
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): yields
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): yield
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): yield
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
yield περιέχει 1 συλλαβές: yield
Φωνητική μεταγραφή: ˈyēld
yield , ˈyēld (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)