Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): wins
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): win
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): won
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): won
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): winning
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): wins
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): win
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): win
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
winning περιέχει 2 συλλαβές: win • ning
Φωνητική μεταγραφή: ˈwi-niŋ
win ning , ˈwi niŋ (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)