Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): wheels
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): wheel
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): wheeled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): wheeling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): wheels
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): wheel
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): wheel
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
wheel περιέχει 1 συλλαβές: wheel
Φωνητική μεταγραφή: ˈ(h)wēl
wheel , ˈ(h)wēl (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)