Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): webs
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): web
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): webbed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): webbing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): webs
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): web
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): web
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
Web περιέχει 1 συλλαβές: web
Φωνητική μεταγραφή: ˈweb
web , ˈweb (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)