Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): waves
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): wave
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): waved
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): waving
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): waves
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): wave
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): wave
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
wave περιέχει 1 συλλαβές: wave
Φωνητική μεταγραφή: ˈwāv
wave , ˈwāv (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)