Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): watches, watch
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): watch
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): watched
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): watching
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): watches
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): watch
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): watch
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
watch περιέχει 1 συλλαβές: watch
Φωνητική μεταγραφή: ˈwäch
watch , ˈwäch (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)