Κλίσεις
Επίθετο (Adjective): waste
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): wastes, waste
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): waste
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): wasted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): wasting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): wastes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): waste
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): waste
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
wasted περιέχει 2 συλλαβές: wast • ed
Φωνητική μεταγραφή: ˈwā-stəd
wast ed , ˈwā stəd (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)