Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): wakes
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): wake
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): woke, waked
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): waked, woken
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): waking
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): wakes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): wake
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): wake
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
Wake περιέχει 1 συλλαβές: wake
Φωνητική μεταγραφή: ˈwāk
wake , ˈwāk (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)