Κλίσεις
Επίθετο (Adjective): upset
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): upsets, upset
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): upset
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): upset
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): upset
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): upsetting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): upsets
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): upset
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): upset
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
upset περιέχει 2 συλλαβές: up • set
Φωνητική μεταγραφή: (ˌ)əp-ˈset
up set , (ˌ)əp ˈset (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)