Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): uploads
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): upload
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): uploaded
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): uploading
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): uploads
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): upload
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): upload
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
upload περιέχει 2 συλλαβές: up • load
Φωνητική μεταγραφή: (ˌ)əp-ˈlōd
up load , (ˌ)əp ˈlōd (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)