Κλίσεις
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): uncovered
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): uncovering
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): uncovers
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): uncover
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): uncover
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
uncover περιέχει 3 συλλαβές: un • cov • er
Φωνητική μεταγραφή: ən-ˈkə-vər
un cov er , ən ˈkə vər (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)