Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): treads, tread
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): tread
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): trod
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): trodden
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): treading
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): treads
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): tread
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): tread
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
tread περιέχει 1 συλλαβές: tread
Φωνητική μεταγραφή: ˈtred
tread , ˈtred (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)