Κλίσεις
Επίθετο, συγκριτικός βαθμός (Adjective, comparative): tougher
Επίθετο, υπερθετικός βαθμός (Adjective, superlative): toughest
Επίθετο (Adjective): tough
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): toughs
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): tough
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): toughed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): toughing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): toughs
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): tough
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): tough
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
tough περιέχει 1 συλλαβές: tough
Φωνητική μεταγραφή: ˈtəf
tough , ˈtəf (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)