Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): tears
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): tear
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): tore, teared
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): torn
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): tearing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): tears
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): tear
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): tear
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
tore περιέχει 1 συλλαβές: tore
Φωνητική μεταγραφή:
tore , (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)