Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): takes
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): take
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): took
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): taken
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): taking
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): takes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): take
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): take
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
Take περιέχει 1 συλλαβές: take
Φωνητική μεταγραφή: ˈtāk
take , ˈtāk (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)