Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): surveys, survey
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): survey
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): surveyed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): surveying
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): surveys
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): survey
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): survey
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
survey περιέχει 2 συλλαβές: sur • vey
Φωνητική μεταγραφή: sər-ˈvā
sur vey , sər ˈvā (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)