Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): suits
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): suit
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): suited
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): suiting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): suits
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): suit
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): suit
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
suit περιέχει 1 συλλαβές: suit
Φωνητική μεταγραφή: ˈsüt
suit , ˈsüt (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)