Κλίσεις
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): stunned
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): stunning
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): stuns
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): stun
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): stun
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
stun περιέχει 1 συλλαβές: stun
Φωνητική μεταγραφή: ˈstən
stun , ˈstən (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)