Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): stuff
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): stuff
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): stuffed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): stuffing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): stuffs
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): stuff
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): stuff
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
stuff περιέχει 1 συλλαβές: stuff
Φωνητική μεταγραφή: ˈstəf
stuff , ˈstəf (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)