Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): struggles
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): struggle
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): struggled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): struggling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): struggles
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): struggle
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): struggle
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
struggle περιέχει 2 συλλαβές: strug • gle
Φωνητική μεταγραφή: ˈstrə-gəl
strug gle , ˈstrə gəl (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)