Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): stores
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): store
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): stored
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): storing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): stores
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): store
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): store
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
store περιέχει 1 συλλαβές: store
Φωνητική μεταγραφή: ˈstȯr
store , ˈstȯr (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)