Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): stewards
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): steward
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): stewarded
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): stewarding
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): stewards
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): steward
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): steward
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
steward περιέχει 2 συλλαβές: stew • ard
Φωνητική μεταγραφή: ˈstü-ərd
stew ard , ˈstü ərd (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)