Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): steps
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): step
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): stepped
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): stepping
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): steps
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): step
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): step
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
stepped περιέχει 1 συλλαβές: step
Φωνητική μεταγραφή: ˈstep
step , ˈstep (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)