Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): squires
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): squire
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): squired
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): squiring
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): squires
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): squire
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): squire
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
squire περιέχει 1 συλλαβές: squire
Φωνητική μεταγραφή: ˈskwī(-ə)r
squire , ˈskwī( ə)r (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)