Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): spoil
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): spoil
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): spoiled, spoilt
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): spoilt
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): spoiling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): spoils
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): spoil
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): spoil
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
spoil περιέχει 1 συλλαβές: spoil
Φωνητική μεταγραφή: ˈspȯi(-ə)l
spoil , ˈspȯi( ə)l (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)