Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): spears
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): spear
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): speared
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): spearing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): spears
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): spear
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): spear
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
spear περιέχει 1 συλλαβές: spear
Φωνητική μεταγραφή: ˈspir
spear , ˈspir (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)