Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): sparkles, sparkle
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): sparkle
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): sparkled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): sparkling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): sparkles
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): sparkle
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): sparkle
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
sparkling περιέχει 2 συλλαβές: spar • kle
Φωνητική μεταγραφή: ˈspär-kəl
spar kle , ˈspär kəl (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)