Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): soldiers
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): soldier
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): soldiered
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): soldiering
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): soldiers
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): soldier
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): soldier
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
soldier περιέχει 2 συλλαβές: sol • dier
Φωνητική μεταγραφή: ˈsōl-jər
sol dier , ˈsōl jər (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)