Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): snatches
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): snatch
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): snatched
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): snatching
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): snatches
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): snatch
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): snatch
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
snatch περιέχει 1 συλλαβές: snatch
Φωνητική μεταγραφή: ˈsnach
snatch , ˈsnach (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)