Κλίσεις
Επίθετο, συγκριτικός βαθμός (Adjective, comparative): slower
Επίθετο, υπερθετικός βαθμός (Adjective, superlative): slowest
Επίθετο (Adjective): slow
Επίρρημα, συγκριτικός βαθμός (Adverb, comparative): slower
Επίρρημα, υπερθετικός βαθμός (Adverb, superlative): slowest
Επίρρημα (Adverb): slow
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): slowed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): slowing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): slows
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): slow
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): slow
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
slow περιέχει 1 συλλαβές: slow
Φωνητική μεταγραφή: ˈslō
slow , ˈslō (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)