Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): slots
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): slot
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): slotted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): slotting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): slots
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): slot
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): slot
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
slot περιέχει 1 συλλαβές: slot
Φωνητική μεταγραφή: ˈslät
slot , ˈslät (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)