Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): slips, slip
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): slip
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): slipped
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): slipping
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): slips
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): slip
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): slip
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
slipped περιέχει 1 συλλαβές: slip
Φωνητική μεταγραφή: ˈslip
slip , ˈslip (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)