Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): skips
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): skip
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): skipped
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): skipping
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): skips
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): skip
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): skip
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
skip περιέχει 1 συλλαβές: skip
Φωνητική μεταγραφή: ˈskip
skip , ˈskip (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)