Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): ships
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): ship
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): shipped
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): shipping
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): ships
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): ship
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): ship
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
ship περιέχει 1 συλλαβές: ship
Φωνητική μεταγραφή: ˈship
ship , ˈship (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)