Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): seals, seal
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): seal
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): sealed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): sealing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): seals
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): seal
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): seal
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
seal περιέχει 1 συλλαβές: seal
Φωνητική μεταγραφή: ˈsēl
seal , ˈsēl (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)