Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): scripts, script
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): script
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): scripted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): scripting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): scripts
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): script
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): script
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
script περιέχει 1 συλλαβές: script
Φωνητική μεταγραφή: ˈskript
script , ˈskript (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)